- ιερόδουλος
- η публичная женщина, проститутка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερόδουλος — η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ) νεοελλ. πόρνη αρχ. 1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού («νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.) 2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό τής Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία… … Dictionary of Greek
ιερόδουλος — ο, η 1. στην αρχαιότητα αυτός που υπηρετούσε σε κάποιο ναό. 2. θηλ., ιερόδουλος πόρνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱεροδούλοις — ἱερόδουλος temple slave masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροδούλου — ἱερόδουλος temple slave masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροδούλους — ἱερόδουλος temple slave masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροδούλων — ἱερόδουλος temple slave masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόδουλοι — ἱερόδουλος temple slave masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόδουλον — ἱερόδουλος temple slave masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
hieródulo — hieródulo, a (del gr. «hieródoulos», esclavo sagrado) n. En Grecia, esclavo dedicado al servicio de un templo; los varones cultivaban las tierras que le pertenecían. * * * hieródulo, la. (Del gr. ἱερόδουλος, esclavo sagrado). m. y f. En la… … Enciclopedia Universal
POENIUS — Grace Ποίνιος, Dianae servus, ἱερόδουλος, τῆς Α᾿ρτέμιδος πρόπολος, una cum Demetrio, ultimam manum aedificationi Templi Dianae Ephesinae, quam Chresiphon instituerat, imposuit, Vitruvius, l. 7. in Prooem. Cui consentanea habet Strabo, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek